Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2008

Εξάχρεια- Βόλτα με τα πόδια

Aπό το πολύ καλό μπλογκ των ΙΘΑΓΕΝΩΝ

Πού και πού τριγυρνάω στα Εξάρχεια. Σκέφτομαι να το κόψω. Ο λόγος είναι απλός. Κάποτε τα Εξάρχεια είχαν καθιερωθεί ως χώρος αμφισβήτησης, ως τόπος διακίνησης ανατρεπτικών ιδεών, και πάει λέγοντας. Σήμερα αυτό είναι μια μυθολογία, από εκείνες που λειτουργούν για να συγκαλύψουν μια πραγματικότητα που έχει καταντήσει το αντίθετό της.
Με λίγα λόγια, τα Εξάρχεια εξαχρειώθηκαν, γίνανε δηλαδή Εξάχρεια.
Και το κλίμα της αμφισβήτησης που πλανάται στα σοκάκια της περιοχής έχει αποψιλωθεί από οποιοδήποτε θετικό περιεχόμενο. Ένα ανταγωνιστικό πρόταγμα συγκροτείται με διττό τρόπο. Αφ’ ενός, έχει μια διάσταση άρνησης, ανατροπής, αμφισβήτησης, εκδηλώνει την πρόθεση να καταστρέψει ό,τι θεωρεί υπεύθυνο για την κάθοδο αυτού του κόσμου προς τον Άδη της εκμετάλλευσης, των πολέμων, της αλλοτρίωσης και της μοναξιάς.
Αφ’ ετέρου, έχει μια διάσταση που αφορά στην πρόταση για το νέο. Πρέπει να τείνει κάπου, να διαθέτει ένα συνολικό όραμα άλλων σχέσεων, άλλων τρόπων και στάσεων ζωής, άλλων ατομικών και κοινωνικών πρακτικών, ένα πρόταγμα άλλης αντίληψης για την οικονομία, την πολιτική κ.ο.κ. Και πρέπει η πρακτική ν’ αντανακλά πτυχές αυτού του οράματος. Βεβαίως, όποιος τριγυρνάει εκεί κοντά καταλαβαίνει ότι το δεύτερο «την έχει κάνει» από την «Πλατεία». Κι έχει αφήσει μόνη της την άρνηση. Η οποία καταλήγει στη λατρεία της καταστροφής, στη λατρεία του θανάτου.
Αυτές είναι όμως παλιές ιστορίες. Αυτή η κριτική είχε γίνει είκοσι χρόνια πριν. Τώρα το πράγμα έχει προχωρήσει. Μακάρι να ήταν, δηλαδή, μόνον αυτό.
Ποιο είναι το νέο ποιοτικό στοιχείο; Και το κεφάλαιο σήμερα επιτίθεται σε ό,τι έχει ζωή, για να το μετασχηματίσει σ’ ένα τυποποιημένο, άψυχο προϊόν. Το σύστημα έχει αναδείξει, δηλαδή, ως κύρια πτυχή του αυτήν της καταστροφής. Γι’ αυτό και η κοινωνία μας εκδηλώνει από παντού συμπτώματα διάλυσης: Γιατί ο καταναλωτισμός και ο ατομισμός υπονομεύουν τους ιστούς της. Γι’ αυτό και σήμερα κανένας δεν ενδιαφέρεται για τον διπλανό του, για τις συλλογικές τύχες της χώρας του ή της πόλης του ή της γειτονιάς του. Τι να καταστρέψει δηλαδή κανείς, όταν –ήδη– το κεφάλαιο έχει μετατρέψει την κοινωνία σε έρημο; Προσπαθώ να πω ότι σήμερα η κατάφαση σε μιαν άλλη πρόταση είναι το ζητούμενο, γιατί η καταστροφή του κόσμου ήδη συντελείται γύρω μας.
Κι αν χρειαστεί να υπάρξουν συγκρούσεις, που πρέπει να υπάρξουν, δεν θα πρέπει να πραγματοποιούνται στο όνομα ενός «όχι», αλλά εκ μέρους ενός «ναι». Τότε θα πείσουν για την αναγκαιότητά τους, τότε θα φανούν αυθεντικές. Γιατί θα έχουν νόημα.
Ο «χώρος» βέβαια, ζώντας στον κόσμο του, δεν κάνει τέτοιους συλλογισμούς. Επιμένει παραδοσιακά. Λέει καπιταλισμός = εκμετάλλευση της εργασίας, κατανάλωση = κίνητρο για περισσότερη εργασία. Εργασία = καταναγκασμός. Άρνηση της εργασίας = άρνηση του καταναγκασμού, άρα ελευθερία. Επομένως, ελευθερία = άρνηση της εργασίας.
Πόσο ανατρεπτικό είναι αυτό, όμως, σε μια κοινωνία όπου ο καθένας ελπίζει να τη βολέψει με τον λιγότερο δυνατό κόπο; Εντάξει, θα μπορούσαμε να πουμε ότι ο «χώρος» το εφαρμόζει πιο άμεσα και πιο ριζικά – ίσως και πιο ειλικρινά. Αλλά από κει και πέρα τι; Πόσο αυτή η ατομική και συλλογική πρακτική συνιστά μια «κίνηση που ανατρέπει την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων»; Νομίζω πως καθόλου. Κι αν αναλογιστούμε πως ζούμε στη χώρα της αρπαχτής, όπου κυρίαρχη εθνική ιδεολογία είναι ο παρασιτισμός και τα λογιών λογιών «μπραζιλέρο» πώς θα τοποθετούσαμε αυτή την πρακτική μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο;
Τι προσπαθώ να πω; Ότι η αμφισβήτηση καταλήγει να είναι «εσωτερική». Ότι τείνει να αποτελέσει την αντιεξουσιαστική παραλλαγή του κυρίαρχου υποδείγματος, του κυρίαρχου προτύπου που είναι «τρέχα εσύ, με τον εαυτό σου αγκαλιά, ζήσε, άρπαξε όσα μπορείς και μην κοιτάξεις πίσω ή δίπλα σου». Αρνείται, δηλαδή, θεούς, αφέντες κι αφεντικά, αλλά επιμένει να ζει στον ίδιο αστερισμό με την υπόλοιπη κοινωνία, στον αστερισμό του παρασιτισμού.
«Και τι αντιπροτείνεις;» θα μου πουν. Arbeit macht frei? Η εργασία απελευθερώνει; Όχι, λέω ότι πρέπει να πάμε πέρα από την «άρνηση της εργασίας», σ’ έναν «μόχθο», σε μια ποικιλοτρόπως παραγωγική δραστηριότητα, που θα οικοδομήσει μια άλλη κοινωνία. Κι αυτό σημαίνει κόπος και προσπάθεια, προσπάθεια για την οικοδόμηση άλλων σχέσεων εργασίας (π.χ. έναν συνεταιρισμό, μία κολεκτίβα κ.ο.κ.), άλλων προτύπων κοινωνικότητας (ένα στέκι που έμπρακτα αγωνίζεται να διατηρήσει τους κοινωνικούς θεσμούς στη γειτονιά του) κ.ο.κ.
Και πoια θα είναι η σχέση μ’ αυτή την κοινωνία τη ρημάδα, που πηγαίνει στον αντίθετο ρου; Δύο πιθανές εκδοχές υπάρχουν. Από ένα σημείο και μετά, οι κινήσεις αμφισβήτησης είχαν επιλέξει το εξής: Ζούσαν εκτός αυτού του κόσμου, αυτής της χώρας, αυτής της κοινωνίας. Αρνούνταν να ζήσουν μαζί της. Προσπαθούσαν να οικοδομήσουν έναν άλλο κόσμο. Το γεγονός πως είχαν πάρει διαζύγιο από την κοινωνία τούς είχε καθησυχάσει: Όχι, εμείς δεν είμαστε όπως αυτοί. Ζούμε σ’ «άλλους χώρους» με «άλλους τρόπους» και «άλλους ρυθμούς». Αυτός ο εφησυχασμός τούς απέτρεψε από το να δουν το εξής: ότι, ακόμα κι έξω από αυτόν τον κόσμο, ανήκαν τραγικά σ’ αυτόν, αποτελούσαν κομμάτι του, αντιπροσώπευαν την αμφισβητησιακή του παραλλαγή.
Η αντίθετη πορεία, νομίζω, είναι παραγωγικότερη: «Να είσαι μέσα στον κόσμο χωρίς να ανήκεις στον κόσμο», πράγμα που σημαίνει διαρκή, καθημερινή αναμέτρηση με τον εαυτό σου και τους άλλους, προκειμένου να μη μοιάσεις σ’ αυτόν τον «άλλον» που δείχνουν οι διαφημίσεις στο χαζοκούτι, στον «άλλον» που αποτελεί υπόδειγμα αυτοκρατορικού υπηκόου, μοναχικού εργαζόμενου, παροξυντικού καταναλωτή, στον «άλλον», αυτόν τον καταστροφικό Νεοέλληνα που ζει γύρω, παραδίπλα και μέσα μας. Αυτή η πορεία είναι πιο δύσκολη, πιο τραγική, πιο αντιφατική. Είναι όμως πιο ειλικρινής, πιο αυθεντική και περισσότερο παραγωγική πολιτικά.
Από πού είχα ξεκινήσει; Α, ναι. Σκέφτομαι να κόψω τα «Εξάχρεια». Γιατί, για όλους τους παραπάνω λόγους, μου δημιουργούν το αίσθημα μιας αφόρητης μοναξιάς ή, καλύτερα, μιας γενικευμένης κατάπτωσης. Γιατί, η «Αθήνα της αμφισβήτησης» που αντιπροσωπεύουν, έχει καταντήσει μια «παρηκμασμένη Ρώμη»…
Χάμπτι -Ντάμπτι

Δεν υπάρχουν σχόλια: